- διγνώμων
- διγνώμων, ον (schol. on Eur., Or. 633; Simplicius in Epict. p. 134, 53) double-minded, fickle D 2:4; B 19:7.—DELG s.v. γιγνώσκω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
διγνώμων — διγνώμων, ο, η (Α) δίγνωμος* … Dictionary of Greek
διγνώμων — δίγνωμος of two minds masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek